θυμώνω

θυμώνω
(ΑΜ θυμῶ, -όω, Μ και θυμώνω)
1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω
2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ.-παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ.-μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν.-αρχ.)
εξοργίζομαι, καταλαμβάνομαι από θυμό, εξάπτομαι, αγανακτώ («τότε Ἡρώδης... ἐθυμώθη λίαν», Κ.Δ.)
νεοελλ.
1. (με γεν. προσ. αντων. μού, σού, τού, τής, μάς, σάς, τούς) διακόπτω τις σχέσεις μου με κάποιον, κακιώνω, ψυχραίνομαι μαζί του («τού θύμωσα»)
2. (για καιρική κατάσταση, στοιχεία τής φύσεως κ.λπ.) αγριεύω, γίνομαι θυελλώδης («θύμωσε ο Βοριάς», «αρχίζει και θυμώνει η θάλασσα»)
3. (η μτχ. παθ. παρκμ.) θυμωμένος, -η, -ο
(για πληγές, δερματικά νοσήματα κ.λπ.) αυτός που έχει επιδεινωθεί, που έχει χειροτερέψει, κακοφορμισμένος («το σπυρί σήμερα είναι πολύ θυμωμένο»)
4. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρκμ. ως επίρρ.) θυμωμένα
με θυμό, με οργή, οργισμένα
νεοελλ.-μσν.
1. (αμτβ.) (για ζώα) αγριεύω, τσινάω, δεν υπακούω σε κάποιον
2. μέσ. θυμώνομαι
οργίζομαι, επαναστατώ, εξεγείρομαι, χολώνομαι, αγανακτώ
3. (η μτχ. παθ. παρκμ. ως επίθ.) θυμωμένος, -η, -ο
α) αγριεμένος, οργισμένος
β) άγριος, ανήμερος
γ) ψυχωμένος, θαρραλέος
αρχ.
1. (για ζώα) είμαι άγριος, ατίθασος, δυσήνιος
2. (το ουδ. τής μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ θυμούμενον
θυμός, οργή, οργίλος χαρακτήρας
3. φρ. α. «θυμοῡμαὶ τινι» — οργίζομαι εναντίον κάποιου ή για κάτι
β. «θυμοῡμαι εἴς τι» — εκδηλώνω την εσωτερική μανία μου με κάτι («ταῡροι δ' ὑβρισταί κεἰς κέρας θυμούμενοι» — ταύροι ατίθασοι που εκδηλώνουν την οργή τους με τα κέρατα, που κερατώνουν οργισμένοι, Ευρ.)
γ. «θυμοῡμαί τινὶ τινος» — οργίζομαι εναντίον κάποιου για κάτι
δ. «θυμούμαι περί τινος» ή «θυμοῡμαι πρός τινα» — οργίζομαι εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θυμώνω προέκυψε από μεταπλασμό τού θυμώ (I) (< θυμός), πρβλ. δηλώ > δηλώνω, δουλώ > δουλώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θυμώνω — θυμώνω, θύμωσα, θυμωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θυμώνω — θύμωσα, θυμωμένος 1. οργίζομαι: Θύμωσε ο πατέρας του και τον μάλωσε. 2. κακιώνω, ψυχραίνομαι με κάποιον: Είναι θυμωμένος και δε μου μιλάει. – Θύμωσε μ αυτά που του είπα και έφυγε από το σπίτι μας. 3. μτφ., αγριεύω: Θύμωσε η θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταθυμώνω — θυμώνω πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • μανίζω — θυμώνω, μανιάζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • κακώνω — (AM κακῶ, όω, Μ και κακώνω) [κακός] κάνω κακό σε κάποιον, κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι κάποιον μσν. 1. (μτβ. με σύστ. αντικ.) θυμώνω, οργίζομαι 2. μέσ. α) (μτβ.) κακώνομαι κρατώ κακία σε κάποιον β) (αμτβ.) θυμώνω, οργίζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • παραμανίζω — (στον Ερωτόκρ.) οργίζομαι πάρα πολύ, θυμώνω υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μανίζω «θυμώνω»] …   Dictionary of Greek

  • χώομαι — Α (επικ. τ.) 1. οργίζομαι, θυμώνω 2. (σπάν.) ταράζομαι, συγχύζομαι 3. (με γεν. προσ. ή πραγμ.) εξοργίζομαι εξαιτίας κάποιου 4. (με δοτ. προσ. και αιτ. πραγμ.) θυμώνω με κάποιον για κάτι («μή μοι τόδε χώεο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο φωνηεντισμός… …   Dictionary of Greek

  • εξοργίζω — εξόργισα, εξοργίστηκα, εξοργισμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εξερεθίζω, τον θυμώνω. 2. το μέσ., εξοργίζομαι με πιάνει οργή, θυμώνω πολύ, φουρκίζομαι, γίνομαι έξω φρενών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”